Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
act /ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο; VERB: ενεργώ, δρω; USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
ah /ɑː/ = USER: αχ, ah

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
beg /beɡ/ = VERB: παρακαλώ, ικετεύω, ζητώ, ζητιανεύω, επαιτώ; USER: ικετεύω, παρακαλώ, ζητώ, επαιτούν, ζητιανεύουν

GT GD C H L M O
blond /blɒnd/ = NOUN: ξανθός; ADJECTIVE: ξανθός, ξανθή; USER: ξανθός, ξανθή, ξανθιά, ξανθά, ξανθό

GT GD C H L M O
brush /brʌʃ/ = NOUN: βούρτσα, χαμόκλαδα, αψιμαχία; VERB: βουρτσίζω, τρίβω; USER: βούρτσα, βουρτσίζετε, βουρτσίστε, βουρτσίζουν, βουρτσίζετε τα

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
creation /kriˈeɪ.ʃən/ = NOUN: δημιουργία, κτίση, πλάση; USER: δημιουργία, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, δημιουργία θέσεων

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
doll /dɒl/ = NOUN: κούκλα; VERB: στολίζω, στολίζομαι; USER: κούκλα, κούκλας, ζωάκι, doll, κούκλες

GT GD C H L M O
dolly /ˈdɒl.i/ = NOUN: κουκλίτσα, χαμηλό τροχοφόρο για την μεταφορά βαριών πραγμάτων; USER: κουκλίτσα, dolly, αμαξίδιο ρυμούλκησης, κλουβα, ανεξάρτητο τροχοφορείο

GT GD C H L M O
dress /dres/ = NOUN: φόρεμα, φουστάνι, ενδυμασία; VERB: ντύνω, ενδύω, ενδύομαι; USER: φόρεμα, ντυσίματα, ντύσει, ντύνονται, ντύνομαι

GT GD C H L M O
everywhere /ˈev.ri.weər/ = ADVERB: παντού, πανταχού; USER: παντού, κόσμο, οπουδήποτε, πανταχού

GT GD C H L M O
fantastic /fænˈtæs.tɪk/ = ADJECTIVE: φανταστικός; USER: φανταστικός, φανταστική, φανταστικό, φανταστικές, fantastic

GT GD C H L M O
fantasy /ˈfæn.tə.si/ = NOUN: φαντασία, φαντασίωση; USER: φαντασία, φαντασίωση, φαντασίας, φανταστικό, fantasy

GT GD C H L M O
feel /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε

GT GD C H L M O
fool /fuːl/ = NOUN: ανόητος, βλάκας, κορόιδο, μωρός; ADJECTIVE: ανόητος, ηλίθιος; VERB: κοροϊδεύω, απατώ; USER: ανόητος, βλάκας, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ανόητο

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
friend /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας

GT GD C H L M O
fun /fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο; USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν

GT GD C H L M O
getting /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο

GT GD C H L M O
girl /ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη; USER: κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, κοριτσιών, κορίτσι που

GT GD C H L M O
glamor = NOUN: αίγλη, μεγαλείο, μαγική απάτη; USER: αίγλη, αίγλης, γοητείας, λάμψη, γοητεία,

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
hair /heər/ = NOUN: μαλλιά, τρίχα, τρίχωμα, κόμη; USER: μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας, τρίχας

GT GD C H L M O
hanky /ˈhæŋ.ki/ = NOUN: μαντίλι; USER: μαντίλι, μαντήλι, μαντήλι του

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hi /haɪ/ = INTERJECTION: Γεια!; USER: γεια, hi, υψηλής, Γεια σου, Γεια σας

GT GD C H L M O
hit /hɪt/ = NOUN: επιτυχία, κτύπημα, σουξέ; VERB: χτυπώ, κτυπώ, επιτυγχάνω; USER: επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, έπληξε, χτυπήσουν

GT GD C H L M O
hiya /ˈhaɪ.jə/ = USER: hiya, Γεια σου

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
imagination /ɪˌmædʒ.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: φαντασία; USER: φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
jump /dʒʌmp/ = NOUN: άλμα, αναπήδηση, πήδημα, απότομη ανύψωση; VERB: πηδώ, σαλτάρω, υπερπηδώ; USER: άλμα, πηδούν, μεταβείτε, πηδήξει, πηδήσει

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
ken /ken/ = NOUN: γνώση, θέα; VERB: ενοχλώ; USER: γνώση, ken, ο Ken, Κεν, τον Ken

GT GD C H L M O
kiss /kɪs/ = NOUN: φιλί, φίλημα; VERB: φιλώ, ασπάζομαι; USER: φιλί, φιλήσει, ενα φιλι, φιλι, φιλήσω

GT GD C H L M O
knees /niː/ = NOUN: γόνατο, γόνυ; USER: γόνατα, τα γόνατα, στα γόνατα, γόνατά, τα γόνατά

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
lyrics /ˈlɪr.ɪk/ = USER: στίχοι, στίχους, lyrics, τους στίχους, οι στίχοι

GT GD C H L M O
m = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
n /en/ = USER: n, ν, η, κ, Β

GT GD C H L M O
oh /əʊ/ = INTERJECTION: Αμάν!; USER: αμάν, Οχάιο, ΟΗ, oh, ω

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
party /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος

GT GD C H L M O
pink /pɪŋk/ = ADJECTIVE: ροζ; NOUN: γαρύφαλλο, ποδόχρους, άκρων άωτο; VERB: τρυπώ με ξιφίδιον; USER: ροζ, pink, ρόδινο, ρόζ

GT GD C H L M O
plastic /ˈplæs.tɪk/ = NOUN: πλαστική ύλη; ADJECTIVE: πλαστικός, εύπλαστος; USER: πλαστική ύλη, πλαστικός, πλαστικό, πλαστικά, πλαστική

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
ride /raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης; VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.; USER: βόλτα, οδηγούν, βόλτα στην, οδηγήσετε, οδηγήσει

GT GD C H L M O
rock /rɒk/ = NOUN: βράχος, πέτρα, λίθος, λίκνισμα; VERB: λικνίζομαι, λικνίζω, κουνώ; USER: βράχος, πέτρα, βράχο, ροκ, βράχου

GT GD C H L M O
roll /rəʊl/ = NOUN: ρολό, κύλινδρος, ρόλος, τόπι, αρτίσκος, κατάλογος, ψωμάκι; VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι; USER: ρολό, κυλήσει, roll, κυλήστε, αναπτύξουν

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
star /stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ; VERB: πρωταγωνιστώ; USER: αστέρι, αστέρων, ξενοδοχείων

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
tight /taɪt/ = ADJECTIVE: σφιχτός, σφικτός, σφιγκτός, μεθυσμένος, τέζα, τεντωμένος; USER: σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, στενό, σφιχτή, σφιχτή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
touch /tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης; VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι; USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν

GT GD C H L M O
town /taʊn/ = NOUN: πόλη, κωμόπολη, πόλις; USER: πόλη, κωμόπολη, πόλης, Town, Τάουν

GT GD C H L M O
undress /ʌnˈdres/ = VERB: γδύνομαι, εκδύομαι, ξεγυμνώνω, απεκδύω, εκδύω; NOUN: οικιακή ενδυμασία, ρούχα του σπιτιού; USER: γδύνομαι, undress, γδυθώ, γδύνονται, εκδύομαι

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
walk /wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ; NOUN: περίπατος, βόλτα, πεζοπορία, βάδισμα; USER: περπατώ, περίπατος, βόλτα, πόδια, τα πόδια, τα πόδια

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
whatever /wɒtˈev.ər/ = USER: ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα από, όποια και αν είναι, ανεξάρτητα, όποια και αν

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
yeah /jeə/ = USER: ναι, yeah

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
yours /jɔːz/ = PRONOUN: δικό σου, δικός σας, δικός σου, υμέτερος; USER: δικό σου, δικός σας, δικός σου, δική σας, δικά σας

95 words